κνησμός ή φαγούρα

κνησμός ή φαγούρα
Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι τον έντονο και επίμονο, ο οποίος προκαλεί μεγάλες κρίσεις που υποχωρούν ύστερα από σφοδρό ξεσμό, αφήνοντας τον πάσχοντα εξαντλημένο. Ο κ. αποτελεί σύμπτωμα πολλών δερματικών αλλά και συστηματικών νοσημάτων (μεταβολικά νοσήματα, ηπατική διαταραχή κλπ.), καθώς επίσης και φυσιολογικών καταστάσεων (εμμηνορρυσία, εμμηνόπαυση, γήρας). Η θεραπευτική αντιμετώπιση του κ. πρέπει πρώτα να στραφεί προς την αιτία. Συμπτωματικά αντιμετωπίζεται ο κ. με διάφορες ουσίες, όπως το ιτεϋλικό νάτριο, η βρωμιούχα ποτάσα, η εργοταμίνη κ.ά. Αποφασιστική πολλές φορές, για την υποχώρηση του κ., είναι η χρησιμοποίηση αντισταμινικών και κατευναστικών ουσιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κνησμός — ο (AM κνησμός) [κνω] ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.) αρχ. 1. αμυχή, γρατσούνισμα 2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός 3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ …   Dictionary of Greek

  • φαγούρα — η, Ν 1. κνησμός 2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τόν έπιασε η φαγούρα») 3. φρ. «έχω μια φαγούρα!» ειρων. μού είναι αδιάφορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έφαγα τού ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • κνησμός — ο μυρμηκίαση, φαγούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… …   Dictionary of Greek

  • οδαγμός — ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ , πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ δάγ μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. μός (πρβλ. κηρυγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • άκνησμος — ἄκνησμος, ον (Α) [κνησμός] αυτός που δεν προκαλεί κνησμό, φαγούρα …   Dictionary of Greek

  • αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καούρα — ή 1. η αίσθηση τού καυστικού, το κάψιμο, η καΐλα 2. φαγούρα, κνησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα, χαιρετ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • κνήστις — κνῆστις, εως και ιος, ἡ (Α) [κνω] 1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη 4. φρ. «τυροῡ κνῆστις» τα ξέσματα τού τυριού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”